- μυογραφία
- ηφυσιολ. η μελέτη τής μυϊκής συστολής, η οποία γίνεται με τον μυογράφο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myography (< μυς, μυός «όργανο τού σώματος» + -γραφία < -γράφος < γράφω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek
μυογραφικός — ή, ό [μυογράφος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μυογραφία 2. φρ. «μυογραφική λαβή» όργανο που χρησιμοποιείται για τη μελέτη τής συστολής τών επιπολής μυών, το οποίο μεταδίδει τις κινήσεις τους σε γραφικό σύστημα … Dictionary of Greek